Ιολεως
Смотреть что такое "Ιολεως" в других словарях:
Ἰόλεως — Ἰόλεω̆ς , Ἰόλευς masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰόλεως — Ἰόλεω̆ς , Ἰόλευς masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)